αισθηματολογικός

αισθηματολογικός
η , ό[ν]
1) сентиментальный; 2) см. αισθηματολόγος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αισθηματολογικός" в других словарях:

  • αισθηματολογικός — ή, ό [αισθηματολογία] 1. αυτός που αναφέρεται σε αισθηματολογία 2. αυτός που ρέπει σε αισθηματολογίες …   Dictionary of Greek

  • αισθηματολογικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την αισθηματολογία: Αυτές είναι αισθηματολογικές κουβέντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»